Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμπαίζω — βλ. ανεμπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + εμπαίζω] … Dictionary of Greek
αναμπαίζω — αιξα, αίχτηκα, αιγμένος, εμπαίζω περιγελώ: Έκατσαν τ αναμπαίματα στις στράτες ν αναμπαίζουν (δημοτ. στίχ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)